αγκλούπι

αγκλούπι
το
η ξερή κολοκύθα, κομμένη κατά μήκος στα δύο, που χρησιμοποιείται ως όργανο για την άντληση υγρών (αλλιώς αγκλιά).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αγκλούπα — η η αγκλιά*. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεγεθυντικό τού ουσ. αγκλούπι πρβλ. κουρούπα, κουρούπι] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”